ἐράνων

ἐράνων
ἔρανος
meal to which each contributed his share
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • PAUPERES — τὴν πόλιν καταιχύνουσι, civitatem dehonestant, Isocrates Areopag. unde apud Israelitas noluit Deus egentem esse ullum, Per te non debet esse egens, cum omnino benedicturus sit tibi Iehova in illa terra, quam etc. Deuter. c. 15. v. 4. Quare et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας …   Dictionary of Greek

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… …   Dictionary of Greek

  • νομικός — ή, ό, θηλ. και ός, μόνο ως ουσ. (Α νομικός, ή, όν) [νόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «νομικός σύμβουλος» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», Πλάτ.) 2. αυτός που οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Αταλιώτης, Νικόλαος — Αγωνιστής του 1821, Ναξιώτης προεστός και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Εργάστηκε στο νησί για την ευόδωση των επαναστατικών ιδεών, ως πρόκριτος και κυρίως ως οργανωτής εράνων και μυστικών εισφορών για τις ανάγκες του Αγώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”